ὑπέρθεμα: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperthema
|Transliteration C=yperthema
|Beta Code=u(pe/rqema
|Beta Code=u(pe/rqema
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">overbid</b>. Gloss.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[overbid]]. ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1196.png Seite 1196]] τό, das Übergebot, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπέρθεμα''': τό, ἀνωτέρα προσφορὰ ἐν δημοπρασίᾳ πρὸς ἀναβίβασιν τῆς [[τιμῆς]]· - περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν παραγώγων αὐτῆς ὑπερθεμᾰτίζω, [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν (ἐν Κ. Πορφυρ. Νεαραῖς 280 ὑπερθεματίζω, [[ὑπερβαίνω]] τὸ [[θέμα]], βαίνω [[πέραν]] τοῦ θέματος, δηλ. τῆς ἐπαρχίας), ὑπερθεματισμός, ὁ, τὸ προσφέρειν ἀνωτέραν τιμήν, ὑπερθεματιστής, ὁ, ὁ προσφέρων ἀνωτέραν τιμήν, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=-έματος, τὸ, ΜΑ, και [[υπέρθημα]] Μ [[ὑπερτίθημι]]<br />η ανώτερη [[προσφορά]] σε πλειστηριασμό, [[πλειοδοσία]].
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρθεμα Medium diacritics: ὑπέρθεμα Low diacritics: υπέρθεμα Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑ
Transliteration A: hypérthema Transliteration B: hyperthema Transliteration C: yperthema Beta Code: u(pe/rqema

English (LSJ)

-ατος, τό, overbid. Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1196] τό, das Übergebot, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρθεμα: τό, ἀνωτέρα προσφορὰ ἐν δημοπρασίᾳ πρὸς ἀναβίβασιν τῆς τιμῆς· - περὶ τῆς λέξεως ταύτης καὶ τῶν παραγώγων αὐτῆς ὑπερθεμᾰτίζω, προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν (ἐν Κ. Πορφυρ. Νεαραῖς 280 ὑπερθεματίζω, ὑπερβαίνω τὸ θέμα, βαίνω πέραν τοῦ θέματος, δηλ. τῆς ἐπαρχίας), ὑπερθεματισμός, ὁ, τὸ προσφέρειν ἀνωτέραν τιμήν, ὑπερθεματιστής, ὁ, ὁ προσφέρων ἀνωτέραν τιμήν, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

-έματος, τὸ, ΜΑ, και υπέρθημα Μ ὑπερτίθημι
η ανώτερη προσφορά σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία.