βαλάντιο: Difference between revisions
From LSJ
μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
(7) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[βαλάντιον]], Α και [[βαλλάντιον]])<br /><b>1.</b> [[σακούλι]] για χρήματα, [[πουγγί]]<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική [[γλώσσα]] ( | |mltxt=το (AM [[βαλάντιον]], Α και [[βαλλάντιον]])<br /><b>1.</b> [[σακούλι]] για χρήματα, [[πουγγί]]<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>[[follis]]</i>)]. | ||
}} | }} |