αφότου: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(χρον. σύνδ.)<br />από τη [[στιγμή]] που συνέβη [[κάτι]], από [[τότε]] που...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από [[συνεκφορά]] των <i>αφ</i>' <i>ότου</i> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ότου</i> (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας <i>όστις</i>)<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>έως ότου</i>)].
|mltxt=(χρον. σύνδ.)<br />από τη [[στιγμή]] που συνέβη [[κάτι]], από [[τότε]] που...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από [[συνεκφορά]] των <i>αφ</i>' <i>ότου</i> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ότου</i> (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας <i>όστις</i>)<br />[[πρβλ]]. <i>έως ότου</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

(χρον. σύνδ.)
από τη στιγμή που συνέβη κάτι, από τότε που...
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ότου < από + ότου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας όστις)
πρβλ. έως ότου)].