αφότου

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

(χρον. σύνδ.)
από τη στιγμή που συνέβη κάτι, από τότε που...
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ότου < από + ότου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας όστις)
πρβλ. έως ότου)].