δραξ: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(9)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[δράκα]], η (AM [[δράξ]])<br /><b>1.</b> όσο [[ποσό]] μπορεί να χωρέσει στο [[κοίλο]] [[μέρος]] του χεριού, [[δράγμα]]<br /><b>2.</b> [[παλάμη]], [[χούφτα]].
|mltxt=και [[δράκα]], η (AM [[δράξ]])<br /><b>1.</b> όσο [[ποσό]] μπορεί να χωρέσει στο [[κοίλο]] [[μέρος]] του χεριού, [[δράγμα]]<br /><b>2.</b> [[παλάμη]], [[χούφτα]].
}}
{{elru
|elrutext='''δραξ:''' δρᾰκός ἡ [[горсть]] (πηλοῦ Batr.).
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 11 May 2023

Greek Monolingual

και δράκα, η (AM δράξ)
1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα
2. παλάμη, χούφτα.

Russian (Dvoretsky)

δραξ: δρᾰκός ἡ горсть (πηλοῦ Batr.).