εισοδηματίας: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>rentier</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Χρόνος</i>].
|mltxt=ο<br />αυτός που έχει [[πολλά]] εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>rentier</i>). Η [[λέξη]] μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Χρόνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που έχει πολλά εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rentier). Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος].