ἐλεγκτός: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=elegktos | |Transliteration C=elegktos | ||
|Beta Code=e)legkto/s | |Beta Code=e)legkto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐλεγκτή, ἐλεγκτόν, [[fit to be refuted or worthy of reproof]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[censurable]], [[reprobable]], Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ. | |lstext='''ἐλεγκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ [[ἐλέγχω]], ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐλεγκτός]], -ή, -όν)<br />αυτός ο [[οποίος]] μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:22, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐλεγκτή, ἐλεγκτόν, fit to be refuted or worthy of reproof, Hsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν censurable, reprobable, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετον τοῦ ἐλέγχω, ὃν δύναται νὰ ἐλέγξῃ ἢ ἀναιρέσῃ τις: «ἐλεγκτά· ἐπονείδιστα, ἐλέγχου ἄξια, εὐεξέλεγκται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλεγκτός, -ή, -όν)
αυτός ο οποίος μπορεί ή επιβάλλεται να ελεγχθεί.