ελώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(11)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ἑλώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] έλη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[έλος]] («[[ελώδης]] [[πυρετός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελόβιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ελώδης]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑλῶδες</i><br />[[έλος]], [[βαλτότοπος]].
|mltxt=-ες (AM [[ἑλώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] έλη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[έλος]] («[[ελώδης]] [[πυρετός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελόβιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ελώδης]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑλῶδες</i><br />[[έλος]], [[βαλτότοπος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ες (AM ἑλώδης, -ες)
1. ο γεμάτος έλη
2. αυτός που προκαλείται από το έλοςελώδης πυρετός»)
νεοελλ.
1. ελόβιος
2. το θηλ. ως ουσ. η ελώδης
γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑλῶδες
έλος, βαλτότοπος.