επεκτρέχω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(13)
 
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπεκτρέχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] έξω [[εναντίον]] κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῑς ἐκ τοῡ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]].
|mltxt=[[ἐπεκτρέχω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέχω]] έξω [[εναντίον]] κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῖς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]].
}}
}}

Latest revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπεκτρέχω (Α)
1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῖς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)
2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.