Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
ἐπεκτρέχω (Α)
1. τρέχω έξω εναντίον κάποιου («ἐπεκδραμόντες πελτασταῖς ἐκ τοῦ ἐπὶ Λέχαιον τείνοντος τείχους», Ξεν.)
2. κάνω επιδρομή, εισβάλλω.