ετοιμοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοπώλης]], ὁ (θηλ. [[ἑτοιμόπωλις]]) (Α)<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[πώλης]], <i>ζυθο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=[[ἑτοιμοπώλης]], ὁ (θηλ. [[ἑτοιμόπωλις]]) (Α)<br />ο [[ιδιοκτήτης]] ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. [[ελαιοπώλης]], [[ζυθοπώλης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιοπώλης, ζυθοπώλης.