ζυθοπώλης

From LSJ

Ἀνθρώποισι γὰρ τοῖς πᾶσι κοινόν ἐστι τοὐξαμαρτάνειν → It is common to all of humanity to make mistakes

Sophocles, Antigone, 1023-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῡθοπώλης Medium diacritics: ζυθοπώλης Low diacritics: ζυθοπώλης Capitals: ΖΥΘΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: zythopṓlēs Transliteration B: zythopōlēs Transliteration C: zythopolis Beta Code: zuqopw/lhs

English (LSJ)

ζυθοπώλου, ὁ, beer-seller, POxy.85iv4 (iv A.D.):—fem. only in form ζυτόπωλις (q.v.).

Greek Monolingual

ο (Α ζυθοπώλης)
1. πωλητής ζύθου
2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεοπώλης, οινοπώλης.