ευάν: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάν]] (Α)<br />ενθουσιαστικό [[επιφώνημα]] τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα [[εὐαί]], <i>εὐοί</i>, με τα οποία [[συνήθως]] συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῑ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ευοί]]].
|mltxt=[[εὐάν]] (Α)<br />ενθουσιαστικό [[επιφώνημα]] τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα [[εὐαί]], <i>εὐοί</i>, με τα οποία [[συνήθως]] συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῖ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[ευοί]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 6 February 2024

Greek Monolingual

εὐάν (Α)
ενθουσιαστικό επιφώνημα τών ακολούθων του Βάκχου, όπως τα εὐαί, εὐοί, με τα οποία συνήθως συνεκφέρεται («πάλλε πόδ' αἰθέριον, ἄνεχε χορόν, εὐὰν εὐοῖ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευοί].