ετεροβαρής: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[ἑτεροβαρής]], -ές)<br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] πιέζει το ένα [[μέρος]], τη μία [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία [[πλευρά]], που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («[[ετεροβαρής]] [[σύμβαση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροβαρώς</i><br />[[κατά]] ετεροβαρή, άνισο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ισο</i>-<i>βαρής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=-ές (Μ [[ἑτεροβαρής]], -ές)<br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] πιέζει το ένα [[μέρος]], τη μία [[πλευρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία [[πλευρά]], που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («[[ετεροβαρής]] [[σύμβαση]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροβαρώς</i><br />[[κατά]] ετεροβαρή, άνισο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[ισοβαρής]], [[οινοβαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (Μ ἑτεροβαρής, -ές)
αυτός του οποίου το βάρος πιέζει το ένα μέρος, τη μία πλευρά
νεοελλ.
εκείνος που βαρύνει περισσότερο ή αποκλειστικά τη μία πλευρά, που επιβάλλει άνισες υποχρεώσεις («ετεροβαρής σύμβαση»).
επίρρ...
ετεροβαρώς
κατά ετεροβαρή, άνισο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισοβαρής, οινοβαρής].