ευθετώ: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(15)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) [[εύθετος]]<br /><b>1.</b> [[ευθετίζω]], [[διευθετώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («εὐθετεῑ πᾱσι χρῆσθαι» — [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[κάθε]] [[χρήση]], Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι [[κάπου]] στην κατάλληλη [[περίσταση]], [[είμαι]] [[πρόσφορος]].
|mltxt=εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) [[εύθετος]]<br /><b>1.</b> [[ευθετίζω]], [[διευθετώ]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[κατάλληλος]] για [[κάτι]] («εὐθετεῖ πᾱσι χρῆσθαι» — [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[κάθε]] [[χρήση]], Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι [[κάπου]] στην κατάλληλη [[περίσταση]], [[είμαι]] [[πρόσφορος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 13 October 2022

Greek Monolingual

εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) εύθετος
1. ευθετίζω, διευθετώ
2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῖ πᾱσι χρῆσθαι» — είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.)
3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος.