περίσταση

From LSJ

Greek Monolingual

η / περίστασις, -εως, ΝΜΑ περιίστημι
1. κατάσταση τών πραγμάτων, συγκυρία, σύμπτωση (α. «οι περιστάσεις είναι δύσκολες και χρειάζεται ομοψυχία» β. «τὰ κατὰ περίστασιν καθήκοντα» — όσα επιβάλλει η εκάστοτε κατάσταση τών πραγμάτων, Πολ.)
2. (με αρνητική σημ.) η κρίσιμη κατάσταση, οι κακοί καιροί («ανάθεμα την περίσταση, διαφορετικά θα ήμουν άλλος άνθρωπος»)
3. αρχιτ. κιονοστοιχία που περιβάλλει έναν αρχαίο ναό, αλλ. πτερό, περίστυλο
νεοελλ.-μσν.
κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία («εκμεταλλεύθηκε τις περιστάσεις και πλούτισε»)
αρχ.
1. το να στέκεται κανείς τριγύρω, ολόγυρα
2. ομάδα ανθρώπων που στέκεται γύρω από κάτι, συγκεντρωμένο πλήθος
3. περικύκλωση
4. οτιδήποτε περιβάλλει κάτι, ο χώρος που βρίσκεται γύρω από κάτι
5. ο ελεύθερος χώρος που βρίσκεται γύρω από μια οικοδομή
6. η στοά που σχηματίζεται από την κιονοστοιχία η οποία περιβάλλει έναν αρχαίο ναό
7. (ρητ.) τα σχετικά με την υπόθεση που πραγματεύεται ο ρήτορας περιστατικά
8. πομπώδης και μεγαλοπρεπής εξωτερική εμφάνιση, επίδειξη, χλιδή
9. (μετεωρ.) οι κλιματολογικές συνθήκες, η κατάσταση της ατμόσφαιρας («λοιμικὰς περιστάσεις» — καταστάσεις του αέρα που έχει λοιμώδη μιάσματα, Πολ.)
10. αστρον. η θέση τών ουράνιων σωμάτων
11. (για ανέμους) περιστροφή, περιφορά
12. κύκλος («ἡ τοῦ μεγάλου ἐνιαυτοῦ περίστασις», Εύδημ.)
13. η διεύθυνση της κίνησης («αἱ ἕξ περιστάσεις» — οι έξι διευθύνσεις της κίνησης, δηλαδή προς τα επάνω, κάτω, εμπρός, πίσω, αριστερά και δεξιά)
14. βίαιη επίθεση
15. πίεση με επίμονες εκκλήσεις
16. υλικά κατάλληλα για χρήση
17. φρ. «αἱ περιστάσεις» — τα παρόντα.