ευσύνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(15)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐσύνοπτος]], -ον)<br />αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται [[καθαρά]] και το [[σύνολο]] και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν [[μέγεθος]], τοῡτο δὲ εὐσύνοπτον [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>) || (νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[συνοπτικός]], συντομευμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευσύνοπτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[συντόμευση]], η [[περιεκτικότητα]] σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εύκολα συλλαμβάνεται από τη [[διάνοια]] στο σύνολό του, [[εύληπτος]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκαλύπτεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσύνοπτα</i> και <i>ευσυνόπτως</i> (ΑΜ εὐσυνόπτως)<br /><b>1.</b> με τρόπο ευσύνοπτο, συνοπτικά<br /><b>2.</b> με τρόπο ευκατάληπτο, με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύν</i>-<i>οπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐσύνοπτος]], -ον)<br />αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται [[καθαρά]] και το [[σύνολο]] και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν [[μέγεθος]], τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>) || (νεοελλ.-μσν.)<br /><b>1.</b> [[συνοπτικός]], συντομευμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευσύνοπτο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[συντόμευση]], η [[περιεκτικότητα]] σε μικρή [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που εύκολα συλλαμβάνεται από τη [[διάνοια]] στο σύνολό του, [[εύληπτος]], [[σαφής]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποκαλύπτεται εύκολα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσύνοπτα</i> και <i>ευσυνόπτως</i> (ΑΜ εὐσυνόπτως)<br /><b>1.</b> με τρόπο ευσύνοπτο, συνοπτικά<br /><b>2.</b> με τρόπο ευκατάληπτο, με [[σαφήνεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>σύν</i>-<i>οπτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)