ηνιοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡνιοστρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που στρέφει τα [[ηνία]], που διευθύνει με τα [[ηνία]], ο [[ηνίοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στρό</i>-<i>φος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιακο</i>-[[στρόφος]] «αυτός που κινεί το [[πηδάλιο]]». Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ηνιόστροφος]]) που της προσδίδει παθητική σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[ετοιμόφθορος]]-[[ετοιμοφθόρος]])].
|mltxt=[[ἡνιοστρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που στρέφει τα [[ηνία]], που διευθύνει με τα [[ηνία]], ο [[ηνίοχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στρό</i>-<i>φος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. <i>οιακο</i>-[[στρόφος]] «αυτός που κινεί το [[πηδάλιο]]». Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] ([[πρβλ]]. [[ηνιόστροφος]]) που της προσδίδει παθητική σημ. ([[πρβλ]]. [[ετοιμόφθορος]]-[[ετοιμοφθόρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡνιοστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που στρέφει τα ηνία, που διευθύνει με τα ηνία, ο ηνίοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -στροφος (< στρό-φος < στρέφω), πρβλ. οιακο-στρόφος «αυτός που κινεί το πηδάλιο». Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λ., αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ηνιόστροφος) που της προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. ετοιμόφθορος-ετοιμοφθόρος)].