ετοιμοφθόρος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ἑτοιμοφθόρος, -ον (Α)
(με ενεργ
σημ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος «αυτός που καταστρέφει τον λαό» — ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. ετοιμόφθορος), που της προσδίδει παθητική σημ. (πρβλ. λυσιτόκος - λυσί-τοκος)].