θαλάσσειος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(16)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θαλάσσειος]], -ον (Α) [[θάλασσα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]].
|mltxt=[[θαλάσσειος]], -ον (Α) [[θάλασσα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[θάλασσα]].
}}
{{pape
|ptext== [[θαλασσαῖος]], <i>Orac.Sib</i>.
}}
}}

Latest revision as of 17:01, 24 November 2022

Greek Monolingual

θαλάσσειος, -ον (Α) θάλασσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα.

German (Pape)

θαλασσαῖος, Orac.Sib.