θαλάσσειος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

θαλάσσειος, -ον (Α) θάλασσα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα.

German (Pape)

θαλασσαῖος, Orac.Sib.