μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
θαλάσσειος, -ον (Α) θάλασσααυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα.
= θαλασσαῖος, Orac.Sib.