θηλυφόνον: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(17)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηλυφόνον]], τὸ (Α)<br />το δηλητηριώδες [[φυτό]] ακόνιτον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]].
|mltxt=[[θηλυφόνον]], τὸ (Α)<br />το δηλητηριώδες [[φυτό]] [[ακόνιτο|ακόνιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 17:49, 11 November 2021

Greek Monolingual

θηλυφόνον, τὸ (Α)
το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + φόνος.