θνησιμαίος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ θνησιμαῑος, -αία, -ον)<br />[[νεκρός]], [[ψόφιος]] («θνησιμαία κρέατα» — κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ετοιμοθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνήσιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αίος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αυλ</i>-<i>αίος</i>, <i>θαλαμ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ θνησιμαῖος, -αία, -ον)<br />[[νεκρός]], [[ψόφιος]] («θνησιμαία κρέατα» — κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ετοιμοθάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνήσιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αίος</i> ([[πρβλ]]. [[αυλαίος]], [[θαλαμαίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ θνησιμαῖος, -αία, -ον)
νεκρός, ψόφιος («θνησιμαία κρέατα» — κρέατα από ζώα που έχουν ψοφήσει)
νεοελλ.
ετοιμοθάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσιμος + επίθημα -αίος (πρβλ. αυλαίος, θαλαμαίος)].