Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
θαλαμαῖος, -αία, -ον (Α)
ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ-ος + κατάλ. -αιος (πρβλ. αγωγαίος, οδαίος].