ιπώ: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(18)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰπῶ, -όω (Α) [[ίπος]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σε εγχειρήσεις) [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰποῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος [[κάτω]] από τις ρίζες της Αίτνας, <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=ἰπῶ, -όω (Α) [[ίπος]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] σε εγχειρήσεις) [[καταπιέζω]], [[συνθλίβω]], [[συμπιέζω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰποῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος [[κάτω]] από τις ρίζες της Αίτνας, <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἰπῶ, -όω (Α) ίπος
1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω
2. παθ. ἰποῦμαι, -όομαι
πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» — συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες της Αίτνας, Αισχύλ.).