ισομεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μέγεθες (Α [[ἰσομεγέθης]], -μέγεθες)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με κάποιον [[άλλο]], όμοιος στο [[μέγεθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομεγέθως</i> (Α)<br />με ισομεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-[[μεγέθης]], <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
|mltxt=μέγεθες (Α [[ἰσομεγέθης]], -μέγεθες)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με κάποιον [[άλλο]], όμοιος στο [[μέγεθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομεγέθως</i> (Α)<br />με ισομεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]]), [[πρβλ]]. [[απειρομεγέθης]], [[μικρομεγέθης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 24 August 2021

Greek Monolingual

μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)
αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος.
επίρρ...
ἰσομεγέθως (Α)
με ισομεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρομεγέθης, μικρομεγέθης].