Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθρεφτίζω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(18)
 
m (1 revision imported)
 
(One intermediate revision by one other user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καθρεπτίζω]] [[καθρέφτης]]<br /><b>1.</b> (για λείες επιφάνειες) [[ανακλώ]] [[εικόνα]], [[κατοπτρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] τόσο πιστά, ώστε [[κατά]] κάποιο τρόπο να το [[απεικονίζω]] σαν σε καθρέφτη, [[περιγράφω]] παραστατικά<br /><b>3.</b> [[απεικονίζω]] [[κατάσταση]] ή [[ενέργεια]] («η [[μορφή]] καθρεφτίζει την [[ψυχή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθρεφτίζομαι</i><br />α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, [[βλέπω]] τον εαυτό μου σε καθρέφτη<br />β) απεικονίζομαι.
|mltxt=[[καθρεφτίζω]] και [[καθρεπτίζω]] [[καθρέφτης]]<br /><b>1.</b> (για λείες επιφάνειες) [[ανακλώ]] [[εικόνα]], [[κατοπτρίζω]]<br /><b>2.</b> [[παριστάνω]] [[κάτι]] τόσο πιστά, ώστε [[κατά]] κάποιο τρόπο να το [[απεικονίζω]] σαν σε καθρέφτη, [[περιγράφω]] παραστατικά<br /><b>3.</b> [[απεικονίζω]] [[κατάσταση]] ή [[ενέργεια]] («η [[μορφή]] καθρεφτίζει την [[ψυχή]]»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθρεφτίζομαι</i><br />α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, [[βλέπω]] τον εαυτό μου σε καθρέφτη<br />β) απεικονίζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Greek Monolingual

καθρεφτίζω και καθρεπτίζω καθρέφτης
1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω
2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να το απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά
3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει την ψυχή»)
4. μέσ. καθρεφτίζομαι
α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω τον εαυτό μου σε καθρέφτη
β) απεικονίζομαι.