απεικονίζω

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπεικονίζω)
1. παριστάνω κάτι με ζωγραφικό ή πλαστικό έργο
2. περιγράφω, εκφράζω
μσν.
συλλαμβάνω με τον νου, μελετώ
(αρχ., -ομαι) συμβολίζω.