καλλίγραμμος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, [[ωραίο]] [[περίγραμμα]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και [[κυρίως]] για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική [[διάπλαση]] και ωραίες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[ευθύ]]-<i>γραμμος</i>, [[καμπυλόγραμμος]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, [[ωραίο]] [[περίγραμμα]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους και [[κυρίως]] για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική [[διάπλαση]] και ωραίες αναλογίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γραμμή]]), [[πρβλ]]. [[ευθύ]]-<i>γραμμος</i>, [[καμπυλόγραμμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα
2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καμπυλόγραμμος.