κάρθαμος: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>carthamus</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>qartam</i>].
|mltxt=ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>carthamus</i> <span style="color: red;"><</span> αραβ. <i>qartam</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carthamus < αραβ. qartam].