φλεβοδονώδης: Difference between revisions

(12)
 
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=flevodonodis
|Transliteration C=flevodonodis
|Beta Code=flebodonw/dhs
|Beta Code=flebodonw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> f.l. for [[φλεδονώδης]] (q. v.).</span>
|Definition=ες, [[falsa lectio|f.l.]] for [[φλεδονώδης]] ([[quod vide|q.v.]]).
}}
{{ls
|lstext='''φλεβοδονώδης''': -ες, ὁ ἐπιφέρων διατάραξιν εἰς τὰς φλέβας, ἴδε [[φλεδονώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α<br />αυτός που επιφέρει διαταραχές στις φλέβες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για εσφ. γρφ. [[αντί]] [[φλεδονώδης]].
}}
}}

Latest revision as of 19:45, 23 August 2022

English (LSJ)

ες, f.l. for φλεδονώδης (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοδονώδης: -ες, ὁ ἐπιφέρων διατάραξιν εἰς τὰς φλέβας, ἴδε φλεδονώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α
αυτός που επιφέρει διαταραχές στις φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.