φλεδονώδης
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
ες, loquacious, Erot.; to be read, for φλεβοδονώδης or φλεβονώδης, in Hp.Prorrh.1.101, Coac.20, Epid.4.45.
German (Pape)
[Seite 1291] ες, = ληρώδης, geschwätzig, albern, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φλεδονώδης: -ες, γεν. εος, (εἶδος) ληρώδης, φλύαρος, Ἐρωτ. σ. 280· φλεδονώδεα, φλύαρον, φλεδόνες γὰρ αἱ φλυαρίαι Γαλην. Ἱπποκρ. Γλωσσ. Ἐξηγ. 590· ὅθεν πιθανῶς διορθωτέον ἀντὶ φλεβοδονώδης ἢ φλεβονώδης, ἐν Ἱππ. 75F, 120Α, 1137Α.