κνημοδέτης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[ταινία]] που συγκρατεί τις κάλτσες, [[καλτσοδέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαιμο</i>-[[δέτης]], <i>μυστακο</i>-[[δέτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=ο<br />[[ταινία]] που συγκρατεί τις κάλτσες, [[καλτσοδέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]] <span style="color: red;">+</span> -[[δέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[λαιμοδέτης]], [[μυστακοδέτης]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμοδέτης, μυστακοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].