κολοσσιαίος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(21) |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κολοσσαίος]], -α, -ο (Α | |mltxt=και [[κολοσσαίος]], -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το [[μέγεθος]] κολοσσού, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]] («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />πολύ [[μεγάλος]] («κολοσσιαία [[δύναμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αῖος</i> / -<i>ιαῖος</i> ([[πρβλ]]. <i>πηγ</i>-<i>αίος</i> / <i>μηρ</i>-<i>ιαίος</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κολοσσαίος, -α, -ο (Α κολοσσιαῖος, -αία, -ον) αυτός που έχει το μέγεθος κολοσσού, υπερμεγέθης, πελώριος («κολοσσιαῖον ἀνδριάντα ἐπίχρυσον», Φίλ.)
νεοελλ.
πολύ μεγάλος («κολοσσιαία δύναμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + επίθημα -αῖος / -ιαῖος (πρβλ. πηγ-αίος / μηρ-ιαίος)].