κομψευτικός: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
(21) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κομψευτικός]], -ή, -όν (Μ) [[κομψεύω]]<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν [[βασιλέα]] λόγοις | |mltxt=[[κομψευτικός]], -ή, -όν (Μ) [[κομψεύω]]<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν [[βασιλέα]] λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:04, 18 June 2022
Greek (Liddell-Scott)
κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.
Greek Monolingual
κομψευτικός, -ή, -όν (Μ) κομψεύω
αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.).