κομψευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
(21)
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κομψευτικός]], -ή, -όν (Μ) [[κομψεύω]]<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν [[βασιλέα]] λόγοις κομψευτικοῑς», Νικ. Χιον.).
|mltxt=[[κομψευτικός]], -ή, -όν (Μ) [[κομψεύω]]<br />αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν [[βασιλέα]] λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.).
}}
}}

Latest revision as of 15:04, 18 June 2022

Greek (Liddell-Scott)

κομψευτικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς κομψείαν, κομψευόμενος, Νικήτ. Χρον. 234D.

Greek Monolingual

κομψευτικός, -ή, -όν (Μ) κομψεύω
αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομψό τρόπο («ἀμείβεται τὸν βασιλέα λόγοις κομψευτικοῖς», Νικ. Χιον.).