εὐγνώμων
English (LSJ)
εὐγνώμον, gen. ονος, (γνώμη)
A of good feeling, considerate, reasonable, And.2.6 (Comp.), X.Mem.2.8.6; φιλάνθρωπος καὶ εὐγνώμων ψυχή Aeschin. 1.137; τὸ μὲν κρῖναι τοῦ εὐγνώμονος, τὸ δὲ δὴ πράττειν κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ ἐπιεικοῦς Arist.MM1199a2; πολέμιοι εὐγνωμονέστεροι Plb.2.57.8; ψεῦδος εὐγνωμονέστερον Luc. VH 1.4: metaph., of a game, εὔγνωμον εἰς τὰς ἄλλας πράξεις not interfering with them, Gal.Parv.Pil.2; παθεῖν εὐγνώμονα to be indulgently treated, D.S.13.23: Sup., ὡς εὐγνωμονεστάτων τυγχάνειν D.Ep.3.45.
2 sensible, prudent, Aeschin.3.170, etc.; εὐγνώμων ὁ μὴ λυπεόμενος ἐφ' οἷσιν οὐκ ἔχει, ἀλλὰ χαίρων ἐφ' οἷσιν ἔχει Democr.231; τὸ λέγειν πρὸς μὴ παρόντας οὐκ εὔγνωμον φαίνεται Plu. 2.42of.
3 εὔγνωμον τὸ πόνημα is an offering of gratitude, APl.4.41 (Agath.).
II Adv. εὐγνωμόνως = considerately, kindly, τοῖς πλήθεσι προσφέρεσθαι D.S.19.9, cf. Plu.Ant. 63; reasonably, BGU1011.16 (ii B.C.), Luc. Tox.5.
2 gratefully, Plu.Sull.10, Ael.NA2.8.
3 prudently, χρῆσθαι ἑαυτῷ X.Ages.2.25.
German (Pape)
[Seite 1060] ον, von guter Gesinnung, billig, der ein Einsehen hat, Xen. Mem. 2, 8, 6; Arist. Eth. 6, 11 ἡ καλουμένη γνώμη, καθ' ἣν εὐγνώμονας καὶ ἔχειν γνώμην φαμέν, ἡ τοῦ ἐπιεικοῦς κρί. σις ὀρθή; ἀκροατῶν εὐγνωμόνων δεησόμεθα, billige, nachsichtige, Plut. Thes. 1; ἐχθρὸς εὐγν. καὶ πρᾷος Arat. 10; καὶ φιλάνθρωπος λόγος Demetr. 5; εὐγνώμονα καὶ δίκαια γράφειν Anton. 79; bei D. Hal. 7, 36 im Gegensatz von βίαιος; Agath. 40 (Plan. 41) εὔγ. πόνημα; einsichtsvoll, klug, Aesch. 3, 170; Plut. u. a. Sp. – Comparat., Andoc. 2, 6; ψεῦδος τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον, eine ehrlichere Lüge, Luc. V. H. 1, 4. – Adv. εὐγνωμόνως, klug, Xen. Ages. 2, 25 u. oft bei Plut.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui a de bons sentiments, bienveillant, bon, généreux, d'âme noble;
2 prudent, sage;
Cp. εὐγνωμονέστερος, Sp. εὐγνωμονέστατος.
Étymologie: εὖ, γνώμη.
Russian (Dvoretsky)
εὐγνώμων: 2, gen. ονος
1 доброжелательный, благосклонный (τοὺς φιλαιτίους φεύγειν καὶ τοὺς εὐγνώμονας διώκειν Xen.; εὐ. καὶ φιλάνθρωπος λόγος Plut.): παθεῖν εὐγνώμονα Diod. встретить снисходительное отношение (к себе);
2 великодушный, благородный, возвышенный (ἐχθρός Plut.; ψεῦδος Luc.);
3 благоразумный, разумный, рассудительный (ἰατρός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐγνώμων: εὔγνωμον, γεν. ονος, (γνώμη), ἔχων καλὰ αἰσθήματα, εὐγενής, καλοκάγαθος, ἐπιεικής, συνετός, δίκαιος, Ἀνδοκ. 20. 26, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 6, Αἰσχίν. 78. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 11, 1· ψεῦδος εὐγνωμονέστερον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4· παθεῖν εὐγνώμονα Διόδ. 13. 25. 2) σοφός, φρόνιμος, Πλούτ. 2. 420Ε· εὔγνωμον τὸ πόνημα, μετὰ σκέψεως, Ἀνθ. Πλαν. 4. 41. ΙΙ. Ἐπίρρ., εὐγνωμόνως, ἐπιεικῶς, εὐμενῶς, Διόδ. 19. 9. μετὰ παρρησίας, πολλῷ τῶν ἄλλων εὐγνωμονέστερον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4. 2) φρονίμως, Ξεν. Ἀγησ. 2. 25. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 154 κἑξ.
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ εὐγνώμων, -ον)
1. αυτός που αναγνωρίζει κάποια χάρη ή προσφορά που του έγινε και τιμά τον ευεργέτη του
2. εκείνος που ανταποδίδει ή αισθάνεται υποχρεωμένος να ανταποδώσει την ευεργεσία
αρχ.-μσν.
1. καλόγνωμος, διαλλακτικός
2. επιεικής, συγκαταβατικός
3. φρόνιμος, συνετός
4. ομολογία, αναγνώριση αμαρτήματος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔγνωμον
ό, τι είναι λογικό ή ορθό.
επίρρ...
ευγνωμόνως (ΑΜ εὐγνωμόνως)
με ευγνωμοσύνη
αρχ.-μσν.
1. με καλή διάθεση, χωρίς να δυσανασχετεί κάποιος
2. με φιλική διάθεση
3. ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνώμων (< γι-γνώσκω), πρβλ. αγνώμων.
Greek Monotonic
εὐγνώμων: -ον, γεν. -ονος (γνώμη),·
I. 1. αυτός που έχει καλά αισθήματα, καλόκαρδος, αβρός, ευγενικός, λογικός, επιεικής, σε Ξεν. κ.λπ.
2. σοφός, συνετός, φρόνιμος, σε Ανθ.
II. 1. επίρρ. -μόνως, επιεικώς, δικαίως, ειλικρινώς, ευθέως, σε Λουκ.
2. με σύνεση, φρονίμως, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-γνώμων, ονος, γνώμη
I. of good feeling, kindhearted, considerate, reasonable, indulgent, Xen., etc.
2. wise, prudent, thoughtful, Anth.
II. adv. -μόνως, indulgently, fairly, candidly, Luc.
2. prudently, Xen.
English (Woodhouse)
Translations
prudent
Arabic: حَرِيص, حَكِيم; Egyptian Arabic: حريص; Bulgarian: предпазлив, благоразумен; Catalan: prudent; Chinese Mandarin: 謹慎/谨慎, 慎重; Dutch: voorzichtig, omzichtig, vooruitziend, prudent; Esperanto: prudenta; Finnish: harkitsevainen, varovainen, viisas; French: prudent; Galician: prudente; Georgian: გონივრული, გონებადამჯდარი, წინდახედული; German: umsichtig, vorsichtig; Ancient Greek: αἴσιμος, ἀριφραδής, ἀρίφρων, ἀσφαλής, γιγνώσκων, δαΐφρων, ἔμπειρος, ἔμφρενος, ἐμφρόνιμος, ἔμφρων, ἐπιλογιστικός, ἐπιστήμων, ἐπίφρων, εὔβουλος, εὐγνώμων, εὐλόγιστος, εὔμητις, εὐπρόσκοπος, εὐφρονέων, ἐχέφρων, κεδνός, νηφάλιος, νοήμων, ὀρθόβουλος, περιεσκεμμένος, πευκάλιμος, πινυτός, πινυτόφρων, πολύφρων, προμαθής, προμηθές, προμηθεύς, προμηθής, προνοητικός, πρόνοος, σαόφρων, σοφιστής, σοφός, σώφρων, φρόνιμος; Italian: prudente; Japanese: 慎重; Latin: prudens, cordatus; Macedonian: претпазлив, благоразумен, расудлив; Maori: matawhāiti; Norwegian Bokmål: aktsom; Occitan: prudent; Polish: przezorny; Portuguese: prudente; Russian: рассудительный, благоразумный, осторожный; Scottish Gaelic: glic; Spanish: prudente; Swedish: förtänksam; Turkish: ihtiyatlı, tedbirli, sakıngan, önlemli, sakıntılı