κοπροσκούληκας: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[σκουλήκι]] που ζει στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοπρίτης]], [[κοπρόσκυλο]], [[άνθρωπος]] που δεν απομακρύνεται από το [[σπίτι]] του για να βρει δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> <i>σκούληκ</i>-<i>ας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκουλήκι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ας</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>λέλεκ</i>-<i>ας</i>, <i>μέρμηγκ</i>-<i>ας</i>)].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[σκουλήκι]] που ζει στην [[κοπριά]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοπρίτης]], [[κοπρόσκυλο]], [[άνθρωπος]] που δεν απομακρύνεται από το [[σπίτι]] του για να βρει δουλειά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> <i>σκούληκ</i>-<i>ας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκουλήκι]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>ας</i>, [[πρβλ]]. [[λέλεκας]], [[μέρμηγκας]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
1. σκουλήκι που ζει στην κοπριά
2. (για πρόσ.) κοπρίτης, κοπρόσκυλο, άνθρωπος που δεν απομακρύνεται από το σπίτι του για να βρει δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + σκούληκ-ας (< σκουλήκι + μεγεθ. κατάλ. -ας, πρβλ. λέλεκας, μέρμηγκας)].