κρήθμον: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρῆθμον]], τὸ (Α)<br />άγριο [[βοτάνι]] που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια [[λέξη]], αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δίκτα</i>-<i>μον</i>, [[κάρδα]]-<i>μον</i>)].
|mltxt=[[κρῆθμον]], τὸ (Α)<br />άγριο [[βοτάνι]] που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια [[λέξη]], αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>μον</i> ([[πρβλ]]. <i>δίκτα</i>-<i>μον</i>, [[κάρδα]]-<i>μον</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

κρῆθμον, τὸ (Α)
άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα -μον (πρβλ. δίκτα-μον, κάρδα-μον)].