κρήθμον

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

κρῆθμον, τὸ (Α)
άγριο βοτάνι που απαντά σε πετρώδεις και παραθαλάσσιους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λέξη, αβέβαιης ετυμολ. που ίσως εμφανίζει επίθημα -μον (πρβλ. δίκτα-μον, κάρδα-μον)].