Κυματολήγη: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(22)
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Κῡμᾰτο-λήγη, ἡ, [[λήγω]], [[Cymatolege]], [[Kymatolege]], [[wave-stiller]], a [[Nereid]], Hes.
}}
{{wkpen
|wketx=In Greek mythology, [[Cymatolege]] (Ancient Greek: [[Κυματολήγη]] Kymatolege means 'wave-stiller') was one of the 50 Nereids, sea-nymph daughters of the 'Old Man of the Sea' Nereus and the Oceanid Doris.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κῡμᾰτολήγη''': ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253.
|lstext='''Κῡμᾰτολήγη''': ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, [[ὄνομα]] Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κυματολήγη]], ἡ (Α)<br />(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λήγη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήγω]])].
|mltxt=[[Κυματολήγη]], ἡ (Α)<br />(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λήγη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λήγω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κῡμᾰτολήγη:''' ἡ ([[λήγω]]), αυτή που καταπραΰνει τα κύματα, λέγεται για τις Νηρηίδες, σε Ησίοδ.
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 10 September 2024

Middle Liddell

Κῡμᾰτο-λήγη, ἡ, λήγω, Cymatolege, Kymatolege, wave-stiller, a Nereid, Hes.

Wikipedia EN

In Greek mythology, Cymatolege (Ancient Greek: Κυματολήγη Kymatolege means 'wave-stiller') was one of the 50 Nereids, sea-nymph daughters of the 'Old Man of the Sea' Nereus and the Oceanid Doris.

Greek (Liddell-Scott)

Κῡμᾰτολήγη: ἡ, ἡ τὰ κύματα καταπαύουσα, καταπραΰνουσα, ὄνομα Νηρηΐδος, Ἡσ. Θ. 253.

Greek Monolingual

Κυματολήγη, ἡ (Α)
(όν. Νηρηίδας) αυτή που καταπραΰνει, που καταπαύει τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κῦμα, -α-τ-ος + -λήγη (< λήγω)].

Greek Monotonic

Κῡμᾰτολήγη: ἡ (λήγω), αυτή που καταπραΰνει τα κύματα, λέγεται για τις Νηρηίδες, σε Ησίοδ.