μετεωρόρριζος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(25)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετεωρόρριζος]], -ον (Α)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει τις ρίζες στην [[επιφάνεια]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ρριζος</i>, <i>μακρό</i>-<i>ρριζος</i>].
|mltxt=[[μετεωρόρριζος]], -ον (Α)<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει τις ρίζες στην [[επιφάνεια]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), [[πρβλ]]. [[βαθύρριζος]], [[μακρόρριζος]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:08, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρόρριζος: -ον, ὁ ἔχων τὰς ῥίζας κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.

Greek Monolingual

μετεωρόρριζος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτός που έχει τις ρίζες στην επιφάνεια της γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύρριζος, μακρόρριζος].