μηριόνης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(25)
(3)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μηριόνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Μηριόνης]]<br />[[ένας]] από τους ήρωες τών ομηρικών επών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Ο τ. με την αρχ. του [[σημασία]] «γυναικείο [[αιδοίο]]» <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου].
|mltxt=ο (Α [[μηριόνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Μηριόνης]]<br />[[ένας]] από τους ήρωες τών ομηρικών επών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Ο τ. με την αρχ. του [[σημασία]] «γυναικείο [[αιδοίο]]» <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου].
}}
{{elru
|elrutext='''μηριόνης:''' ου ὁ Anth. = [[μηρός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:32, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
hapax;
le sexe féminin (Anth. Pal. 5, 36).
Étymologie: μηρός.

Greek Monolingual

ο (Α μηριόνης)
νεοελλ.
ζωολ. γένος μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae
αρχ.
1. το γυναικείο αιδοίο
2. ως κύριο όν. Μηριόνης
ένας από τους ήρωες τών ομηρικών επών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. με την αρχ. του σημασία «γυναικείο αιδοίο» < μηρός χάριν λογοπαιγνίου].

Russian (Dvoretsky)

μηριόνης: ου ὁ Anth. = μηρός.