μοιχαλίδα: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μοιχαλίς]], -[[ίδος]])<br />έγγαμη [[γυναίκα]] που διαπράττει [[μοιχεία]], που απατά τον άνδρα της<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόρνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῑον ἐπιζητεῑ», ΚΔ)<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη<br /><b>2.</b> η [[τάση]] [[προς]] τη [[μοιχεία]], η [[λαγνεία]] («ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μοιχ</i>-<i>αλ</i>-<i>ίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]].
|mltxt=η (ΑΜ [[μοιχαλίς]], -ίδος)<br />έγγαμη [[γυναίκα]] που διαπράττει [[μοιχεία]], που απατά τον άνδρα της<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πόρνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ», ΚΔ)<br />| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που δεν πιστεύει στον θεό, άπιστη<br /><b>2.</b> η [[τάση]] [[προς]] τη [[μοιχεία]], η [[λαγνεία]] («ὀφθαλμοὺς ἔχοντες μεστοὺς μοιχαλίδος καὶ ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>μοιχ</i>-<i>αλ</i>-<i>ίς</i> <span style="color: red;"><</span> [[μοιχός]] με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος].
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 1 March 2024

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοιχαλίς, -ίδος)
έγγαμη γυναίκα που διαπράττει μοιχεία, που απατά τον άνδρα της
νεοελλ.
πόρνη
μσν.-αρχ.
ως επίθ. διεφθαρμένη («γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ», ΚΔ)