λάτρης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[λάτρις]] και λάτρισσα (AM [[λάτρης]], ὁ και [[λάτρις]], ό, ή)<br />αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά [[κάτι]] σαν θεό, [[λατρευτής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα [[πρόσωπο]] ή ένα [[πράγμα]] (α. «[[λάτρης]] του ωραίου» β. «[[λάτρης]] του χρήματος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]] ή κατ' [[απόσπαση]] από [[σύνθετα]] σε -[[λάτρης]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ειδωλολάτρης]])].
|mltxt=ο, θηλ. [[λάτρις]] και λάτρισσα (AM [[λάτρης]], ὁ και [[λάτρις]], ό, ή)<br />αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά [[κάτι]] σαν θεό, [[λατρευτής]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα [[πρόσωπο]] ή ένα [[πράγμα]] (α. «[[λάτρης]] του ωραίου» β. «[[λάτρης]] του χρήματος»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάτρον]] ή κατ' [[απόσπαση]] από [[σύνθετα]] σε -[[λάτρης]] ([[πρβλ]]. [[ειδωλολάτρης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:21, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 18] ὁ, = λάτρις, zw., s. λάτρον.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή)
αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής
νεοελλ.-μσν.
αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης του ωραίου» β. «λάτρης του χρήματος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάτρον ή κατ' απόσπαση από σύνθετα σε -λάτρης (πρβλ. ειδωλολάτρης)].