λευκοχίτωνος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(23) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkochitonos | |Transliteration C=lefkochitonos | ||
|Beta Code=leukoxi/twnos | |Beta Code=leukoxi/twnos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ον, [[white-coated]], ἥπατα Batr.37. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκοχίτωνος]], -ον και [[λευκοχίτων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ή φορεί [[λευκό]] χιτώνα. | |mltxt=[[λευκοχίτωνος]], -ον και [[λευκοχίτων]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ή φορεί [[λευκό]] χιτώνα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκοχίτωνος:''' [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με [[λευκό]] χιτώνα, σε Βατραχομ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, white-coated, ἥπατα Batr.37.
Greek Monolingual
λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.
Greek Monotonic
λευκοχίτωνος: [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με λευκό χιτώνα, σε Βατραχομ.