λευκοχίτωνος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοχίτωνος Medium diacritics: λευκοχίτωνος Low diacritics: λευκοχίτωνος Capitals: ΛΕΥΚΟΧΙΤΩΝΟΣ
Transliteration A: leukochítōnos Transliteration B: leukochitōnos Transliteration C: lefkochitonos Beta Code: leukoxi/twnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, white-coated, ἥπατα Batr.37.

Greek Monolingual

λευκοχίτωνος, -ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα.

Greek Monotonic

λευκοχίτωνος: [ῐ], -ον, ὁ, ἡ, ντυμένος με λευκό χιτώνα, σε Βατραχομ.