λιβανούμαι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(23)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λιβανοῡμαι, -όομαι (Α) [[λίβανος]]<br />[[είμαι]] αναμεμιγμένος με [[λιβάνι]] («οἴνου λελιβανωμένου», ΠΔ).
|mltxt=λιβανοῦμαι, -όομαι (Α) [[λίβανος]]<br />[[είμαι]] αναμεμιγμένος με [[λιβάνι]] («οἴνου λελιβανωμένου», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

λιβανοῦμαι, -όομαι (Α) λίβανος
είμαι αναμεμιγμένος με λιβάνι («οἴνου λελιβανωμένου», ΠΔ).