λιβάνι

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

το (Μ λιβάνι και λιβάνιν)
κομμεορητίνη η οποία παραλαμβάνεται με εντομή του φλοιού διαφόρων ειδών του γένους βοσβελία, το λιβανωτό, το θυμίαμα
νεοελλ.
φρ. α) «μυρίζει λιβάνι» — είναι ετοιμοθάνατος
β) «κερί και λιβάνι» — λέγεται ως απάντηση γεμάτη οργή σε εκείνους που επαναλαμβάνουν συχνά τις λέξεις και ή κύριε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάνιον, υποκορ. του λίβανος.

Translations

frankincense

Arabic: لُبَان‎; Aramaic Christian Palestinian Aramaic: ܠܒܘܢܐ‎, ܠܝܒܘܢܐ‎, ܠܒܢܐ‎; Imperial Aramaic: 𐡋𐡁𐡅𐡍𐡕𐡀‎; Jewish Literary Aramaic: לְבוּנתָּא‎; Jewish Palestinian Aramaic: לבונתה‎; Classical Syriac: ܠܒܘܢܬܐ‎; Armenian: խունկ, խեժ, կնդրուկ; Old Armenian: կնդրուկ; Azerbaijani: buxur; Bengali: লোবান; Bulgarian: тамян; Burmese: လောဗန်; Catalan: encens; Chinese Mandarin: 乳香; Classical Nahuatl: tlenemāctli; Coptic: ⲗⲓⲃⲁⲛⲟⲩ, ⲗⲓⲃⲁⲛⲟⲥ, ⲁⲗⲃⲟⲩⲛⲟⲩⲧ; Czech: kadidlo; Danish: røgelse; Demotic: ꜣlbwnṱ; Dhivehi: ވައިގުގޫ‎; Dutch: olibanum; Faroese: roykilsi; Finnish: olibaanihartsi; French: encens; Georgian: საკმეველი; German: Weihrauch; Greek: λιβάνι; Ancient Greek: λίβανος, λιβανωτός; Gujarati: લોબાન; Hebrew: לבונה‎; Hindi: लोबान, लोहबान, कुन्दुर, कुंदारु, सौराष्ट्री, सुगन्ध; Hungarian: tömjén; Icelandic: reykelsi; Irish: túis; Italian: franchincenso, olibano; Japanese: 乳香; Korean: 유향; Lao: ກຳຍານ; Latin: libanus; Macedonian: темјан; Malay: kemenyan; Malayalam: സാമ്പ്രാണി; Maltese: frankinċens; Maori: parakihe; Persian: کندر‎; Portuguese: olíbano; Punic: 𐤋𐤁𐤍𐤕‎; Romanian: tămâie; Romansch: intschains; Russian: ладан; Sanskrit: कुन्दुर, सौराष्ट्री, सुगन्ध, कुन्दुरुक; Serbo-Croatian Cyrillic: та̀мјан; Roman: tàmjan; Shan: လေႃႇပၢၼ်ႇ; Somali: uunsi; Spanish: olíbano, franquincienso, francoincienso; Swahili: uvumba; Swedish: rökelse; Tagalog: kamanyang; Tamil: சாம்பிராணி; Thai: กำยาน; Urdu: لوبان‎; Vietnamese: nhũ hương; Welsh: thus