λουναρία: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lunaria</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lunaria</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>luna</i> «[[σελήνη]]»)].
|mltxt=η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lunaria</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>lunaria</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>luna</i> «[[σελήνη]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lunaria < νεολατ. lunaria (< λατ. luna «σελήνη»)].