λυκοτρίχης: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λυκοτρίχης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[τρίχωμα]] σαν του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρίχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίχα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κοκκινο</i>-<i>τρίχης</i>, <i>ξανθο</i>-<i>τρίχης</i>].
|mltxt=[[λυκοτρίχης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που έχει [[τρίχωμα]] σαν του λύκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρίχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίχα]]), [[πρβλ]]. [[κοκκινοτρίχης]], [[ξανθοτρίχης]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

λυκοτρίχης, ὁ (Μ)
αυτός που έχει τρίχωμα σαν του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -τρίχης (< τρίχα), πρβλ. κοκκινοτρίχης, ξανθοτρίχης].